- καθαίρεση
- [-ις (-εως)] η отстранение от должности, сана; вывод из состава (какого-л. органа);
στρατιωτική καθαίρεση — разжалование офицера
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στρατιωτική καθαίρεση — разжалование офицера
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καθαίρεση — η 1. ηπράξη και το αποτέλεσμα του καθαιρώ, κατεδάφιση, γκρέμισμα: Οι Λακεδαιμόνιοι, όταν κυρίευσαν την Αθήνα, έκαναν καθαίρεση των τειχών της. 2. αφαίρεση αξιώματος: Ο υπουργός διέταξε καθαίρεση του στρατηγού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθαίρεση — η (AM καθαίρεσις) [καθαιρῶ] αφαίρεση αξιώματος, έκπτωση, έξωση, απομάκρυνση από αξίωμα νεοελλ. φρ. «στρατιωτική καθαίρεση» αφαίρεση στρατιωτικού αξιώματος αρχ. 1. κατεδάφιση, κατακρήμνιση, γκρέμισμα («περὶ δὲ τῶν τειχών τής καθαιρέσεως οὐδεὶς… … Dictionary of Greek
ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… … Dictionary of Greek
στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Μαδαγασκάρη — Νησιωτικό κράτος του Ινδικού ωκεανού που χωρίζεται από τη νοτιοανατολική ακτή της Αφρικής με τον πορθμό της Μοζαμβίκης.H M. αποτελείται από το ομώνυμο νησί –που είναι το τέταρτο μεγαλύτερο νησί του κόσμου μετά τη Γροιλανδία, τη Nέα Γουινέα και τη … Dictionary of Greek
Σταυράκιος — I Βυζαντινός αυτοκράτορας (811), γιος του Νικηφόρου A’ (803 812) και συμβασιλέας εκείνου (804 811). Ανέβηκε στο βασιλικό θρόνο στις 25 Ιουλίου 811, μετά τη δολοφονία του πατέρα του από τον Κρούμο. Η βασιλεία του ήταν πολύ σύντομη, γιατί τρεις… … Dictionary of Greek
Φώτιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο μέγας πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. 2. Καταγόταν από τη Νικομήδεια. Μαρτύρησε δια της πυράς επί Διοκλητιανού (284 305), μαζί με τον ανιψιό του Ανίκητο. Η μνήμη του τιμάται στις 12 Αυγούστου. 3.… … Dictionary of Greek
άλκιμος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Ήρωας του Τρωικού πολέμου, γιος του βασιλιά της Πύλου Νηλέα. 2. Πατέρας του Μέντορα, πιστού φίλου του Οδυσσέα. 3. Σικελός ιστορικός, που έγραψε τα Σικελικά στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. 4. Στρατηγός του… … Dictionary of Greek
άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… … Dictionary of Greek
ανάσταση — I Κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας, η Α. είναι το θεμελιώδες γεγονός κατά το οποίο ο Χριστός με τη σταύρωση και την ταφή κατάργησε το κράτος του θανάτου και χάρισε την αιώνια ζωή στο ανθρώπινο γένος. O Θεάνθρωπος ένωσε τη θεία με την ανθρώπινη… … Dictionary of Greek